- αποκορυφώνω
- αποκορυφώνω, αποκορύφωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποκορυφώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, φέρνω κάτι στην κορφή, στο ανώτατο σημείο, στο έπακρο: Ο ενθουσιασμός του συγκεντρωμένου κόσμου αποκορυφώθηκε, όταν εμφανίστηκε ο αρχηγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)